…Θυμάμαι-γιατί οι μνήμες καθορίζουν το φως της μοναξιάς και της θλίψης-έναν ξερακιανό, νευρώδη τύπο με μικρό μουστάκι, που κάθε φορά που του ζητούσα ένα παιχνίδι, έτρεχε να μου το αγοράσει, ακόμα κι αν δεν είχε πενηνταράκι στην τσέπη του.
Πάντα απορούσα που τα’ βρισκε τα χρήματα, ένας πολύ έντιμος άνθρωπος, που δούλευε στις αστικές συγκοινωνίες της Λακωνίας για να με μεγαλώσει και να με κάνει «άνθρωπο», όπως συνήθιζε να λέει με αυτό τον απότομο αλλά προστατευτικό τρόπο. Ποδήλατα, τρακτέρ, πλαστικά όπλα, κουρσάκια, όλα μου τα φερνε «ο γέρος μου». Ο Μάκης μου, η βιολογική μου ύλη.
Ο πατέρας, κράταγε πάντα το ταμείο στις συγκοινωνίες. Όταν έβλεπε ότι έλειπε ένα πενηνταράκι, σήκωνε τον κόσμο κι αν του χε πέσει πουθενά, το ‘βαζε από την τσέπη του, για να μην τον πούνε κλέφτη. Όταν μεγάλωσα και πέτυχα στις εξετάσεις της Νομικής Αθηνών, πριν φύγω από το σπίτι μου στη Σπάρτη, μου είπε: «Τρία πράγματα δε θέλω να γίνεις. Ναρκομανής, κλέφτης και κομμουνιστής». Ο πατέρας ήταν ο συντηρητικός πατριώτης, ο εθνικόφρων της επαρχίας που έλεγε ότι ο «Παπαδόπουλος, μας έδωσε ψωμί να φάμε και έφερε το νερό και το ηλεκτρικό στη Μάνη.» Μετά όταν ήρθε ο Καραμανλής, ανάβανε λαμπάδες και φύλαγαν τη φωτογραφία του. Γιατί ήξερε τις βρωμιές του Εθνάρχου, αλλά μπροστά στην Κύπρο που τότε μάτωνε , ο Καραμανλής ήταν η μόνη λύση, έλεγε ο πατέρας…
Μέχρι το τέλος της ζωής του, θυμόταν τα «καλά της Επταετίας», ακόμα κι αν κρυφά τις νύχτες κατέβαζε από το παταράκι το παλιό ραδιόφωνο για να ακούσει την Ντόϊτσε Βέλλε. Τελικά ο «γέρος μου» ήταν δημοκράτης, απλώς θεωρούσε ότι η δημοκρατία, είχε σαπίσει και χρειάζονταν ένα ΣΟΚ για να συνέλθει. Αυτά είχε πει κάποτε και στον χίτη Παυλάκο και πήγε να τον καθαρίσει με το κουμπούρι. Γεννηθείς το 1938, παιδί της Κατοχής που έζησε τη φτώχεια, την ψείρα και την πείνα, είδε τον πατέρα του να τον δέρνουν οι κομμουνιστές και οι αντάρτες επειδή ήταν «εθνικόφρων», και οι Γερμανοί να καίνε την προίκα της μάνας του(κάτι πανωσέντονα και φουστάνια ήταν τότε η προίκα τους)και είδε τους Γερμανούς να καίνε και το σπίτι τους. Οι εικόνες αυτές, δεν έφυγαν από το μυαλό του, ποτέ. Αλλά ούτε και από το δικό μου, δε θα φύγουν ποτέ.
Έντιμος, αγωνιστής, πατριώτης και πάντα καθαρός σαν το άσπρο νερό του χωριού του, την Τρύπη, εκεί στον Ταΰγετο, δίπλα από τον ιστορικό Καιάδα που έριχναν οι Σπαρτιάτες τους είλωτες και τους «άχρηστους» για πόλεμο. Ο πατέρας πάλεψε, επί 6 μήνες. Για 5 μήνες στις εντατικές του Ευαγγελισμού. Μαχητής, νοικοκύρης, οικογενειάρχης, πιστός στο Θεό και στους αγίους μας που δεν τους φοβόταν, τους σεβόταν, με το μαράζι του ανθρώπου που δούλευε μια ζωή για να του κόψουν τα πάντα, οι αριστεροί και οι Σαμαράδες: Μου΄λεγε: «Τα καθίκια αφού δεν υπάρχει ένας Παπαδόπουλος για να τους κρεμάσει. Έπρεπε να τους βάλει σε ένα καράβι και να τους φουντάρει στον Κάβο Μαλλιά».
Θέλω μέσα από το πατριωτικό ΜΑΚΕΛΕΙΟ που ο πατέρας το αγαπούσε και το διάβαζε τρέχοντας κάθε πρωί να πάρει την εφημερίδα του, να τον ευχαριστήσω για όσα έκανε (με αίμα )για το μοναχοπαίδι του. Και έκανε πολλά. Με το υστέρημα του έλληνα πολίτη που η εξουσία κορόιδευε και ενέπαιζε αλλά αυτός απτόητος και φιλότιμος, δούλευε σαν μυρμήγκι για να μην λείψει ποτέ τίποτα από την οικογένεια του και το πάντα γεμάτο τραπέζι μας.
Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τους εργαζόμενους της ΜΕΘ 2 του Ευαγγελισμού αλλά και την διοίκηση του νοσοκομείου, καθώς και τον καθηγητή Ζακυνθινό, που καθημερινά πολεμούν με το θάνατο και κοιτάζουν στα μάτια τους ασθενείς, σαν να κοιτάζουν τα παιδιά τους, τους γονείς τους, τους δικούς τους ανθρώπους. Με στερήσεις, με ελλείψεις, με δεκάδες προβλήματα. Στην Εντατική Μονάδα, οφείλω ένα μεγάλο ρεπορτάζ, όταν θάψω τον πατέρα μου. Επαγγελματίες στο καλύτερο-παρά τα προβλήματα-νοσοκομείο της χώρας που πάνω από τις δυνάμεις τους, φροντίζουν για όλους ανεξαιρέτως, είτε είναι γνωστοί είτε άγνωστοι και αυτό το έζησα ο ίδιος και το λέω με σιγουριά, βιωματικά. Εκεί, στο φως της εντατικής, οι εντατικολόγοι, οι καλύτεροι γιατροί του κόσμου, δίνουν έναν υπέρ πάντων αγώνα και το σύστημα(ανεξαρτήτως εάν πιστεύει κανείς σε αυτό ή όχι), οφείλει να τους στηρίξει.
Μάκη μου, πατέρα μου, καλό ταξίδι. Ραντεβού στην Τρύπη, στους πρόποδες του Ταϋγέτου που τόσο αγάπησες. Μαζί θα πάμε , μόνον που εσύ δε θα μου ξαναχαμογελάσεις με εκείνο το αντρίκιο και άγριο ύφος του λεβέντη…
Σ.Χ
Read More: http://ift.tt/2pXbTZl
May 18, 2017 at 04:49PM
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου