Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Αύγουστος 1974: Ένα αφήγημα γραμμένο τον Αύγουστο του ’74 από τον Μίκη Πασιά για ένα συγκλονιστικό κυνήγι θανάτου

Share this:


PHOTO. Η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων στα παράλια της Κερύνειας/ΓΤΠ




Πρόλογος Τάσου Τζιωνή

Συγγραφέας του κειμένου που ακολουθεί είναι ο Μίκης Πασιάς, από το Γέρι. Η τουρκική εισβολή τον βρήκε εικοσάχρονο στρατιώτη στο φυλάκιο αριθμός 4 στην Αγύρτα, εκεί που ο ουρανός κατακαλόκαιρα έβρεχε Τούρκους αλεξιπτωτιστές. Στο κείμενο, ο συγγραφέας αφηγείται την πολεμική περιπέτεια του, ένα κυνήγι θανάτου, από τη στιγμή που άρχισε η β’ τουρκική εισβολή, στις 14 Αυγούστου, μέχρι το βράδυ της επομένης μέρας. Μετά την αποστράτευσή του πήγε στη Ρώμη όπου σπούδασε γιατρός. Εκεί παντρεύτηκε κι εκεί κατοικεί έκτοτε. Έχει δύο κόρες.

Τον Μίκη συνάντησα για πρώτη φορά στη Ρώμη όπου υπηρετώ.  Μπορεί όμως οι δρόμοι μας να είχαν διασταυρωθεί τις μέρες του πολέμου. Υπηρετούσε στο 361 Τάγμα Πεζικού, που έδρευε στο Συγχαρί, κοντά στην πλαγιά που τώρα ρυπαίνει η σημαία του ψευδοκράτους. Υπηρετούσα στην 32 Μοίρα Καταδρομών που έδρευε λίγα χιλιόμετρα ανατολικά, στον Άγιο Χρυσόστομο, κοντά στον Κουτσοβέντη.  Προτού τον στείλουν στα φυλάκια της Αγύρτας υπηρετούσε στην Άσπρη Μούττη∙ εκεί που βρέθηκα με την μονάδα μου την πρώτη και δεύτερη μέρα του πολέμου. Στις 22 Ιουλίου οι μονάδες μας συναντήθηκαν στη μάχη της Αλωνάγρας. Μέσα στην εκεχειρία, μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής, ο Μίκης με το Τάγμα του κρατούσαν άμυνα στην λοφοσειρά δυτικά του Κουτσοβέντη.  Στη βορεινή πλευρά της ίδιας λοφοσειράς και μέχρι και το Κάστρο του Βουφαβέντο, κρατούσε άμυνα για λίγες μέρες η Μοίρα μου.  Η δεύτερη εισβολή βρήκε τις μονάδες μας να κρατούν άμυνα στον Παχύαμμο της Κερύνειας.  Με διαφορετικό δραματικό τρόπο και ακολουθώντας διαφορετική διαδρομή βρεθήκαμε την επόμενη μέρα στην ίδια περιοχή κοντά στο Σοπάζ και τον δρόμο προς την Λάρνακα, στην περιοχή της Αγλαντζιάς∙ ο Μίκης, για να βγει από την ήδη καταληφθείσα περιοχή και εγώ για να επιστρέψω στην μονάδα μου, που πιστεύαμε πως ήταν ακόμα στον Παχύαμμο, ώστε να την εφοδιάσουμε με καύσιμα, νερό και τρόφιμα, αγνοώντας ότι, βάσει διαταγών, αναδιπλώθηκε και ανασυντασσόταν ήδη κάπου στους πρόποδες του Τροόδους. 
Ίσως, λοιπόν, οι δρόμοι μας να διασταυρώθηκαν εν αγνοία μας, τότε, μέσα στην κάψα του καλοκαιριού και του πολέμου, πάνω στα βουνά του Πενταδακτύλου, ή κοντά στα παράλια της Κερύνειας ή στον κάμπο της Μεσαριάς και τα περίχωρα της Λευκωσίας, κάτω από τα ίδια αεροπλάνα που κτυπούσαν, απέναντι από τους ίδιους Τούρκους στρατιώτες ή τα ίδια τανκς. Γλυτώσαμε τον θάνατο ύστερα από σειρά θαυμάτων. Κι είχαμε την ίδια γλυκιά εμπειρία του ανέλπιστου κορεσμού της μακράς δίψας μας με βρόμικο νερό και την απείρως γλυκύτερη της δραματικής συνάντησης με τις μητέρες μας που θρηνούσαν για μας χωρίς να έχουμε πεθάνει, και συνάμα προσεύχονταν να ζούμε.
Την αφήγησή του, ο Μίκης,  είχε γράψει λίγες μόνο μέρες μετά τα συμβάντα που περιγράφει, κοντά στις 20-21 Αυγούστου, σ’ ένα τετράδιο.  Ύστερα, λησμόνησε την ύπαρξή του. Όταν πέθανε η μητέρα του, πριν από τρία χρόνια, η αδελφή του βρήκε το τετράδιο σ’ ένα ερμάρι, ανάμεσα στα σεντόνια της μητέρας του, και του το παρέδωσε.
Το κείμενο που θα διαβάσετε, μου το έδωσε πρόσφατα στη χειρόγραφη μορφή του. Το διάβασα απνευστί και με συγκλόνισε.  Τον ρώτησα τι θα το κάνει. «Τίποτε», μου απάντησε. Τον ρώτησα αν μου επέτρεπε να φροντίσω να δημοσιευθεί γιατί αξίζει να διαβαστεί. Μου είπε «κάνε το ό,τι θέλεις».  Ο Μίκης είναι ο ψυχή του Συνδέσμου Εφέδρων του 361 ΤΠ.  Ζει στην Ιταλία, αλλά η καρδιά του είναι στο Γέρι και στο Τάγμα του που χωρεί όλους, ζώντες, νεκρούς και αγνοούμενους και τις οικογένειές τους, που ρήμαξε ο πόλεμος και, ύστερα απ’ αυτόν η λήθη, η ανάλγητη και καταστροφική.
Σας το παραδίδω, προτρέποντάς σας να το διαβάσετε, ατόφιο, όπως το έγραψε τις ώρες της κορύφωσης της τραγωδίας, πριν από σαράντα-τρία καλοκαίρια στο αρχαίο θέατρο της Κύπρου.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1974
Του Μίκη Πασιά
Ήτο ξημερώματα της Τετάρτης την 14η Αυγούστου. Ευρισκόμεθα εις την γραμμήν του Παχύαμμου της Κερύνειας. Με τους Τούρκους είμαστε πολύ κοντά διότι εκρατούσαμεν αμυντικήν γραμμήν απάνω εις έναν ποταμόν. Εμείς ευρισκόμεθα εις την μίαν όχθην και οι Τούρκοι εις την άλλην. Η ώρα ήτο 4.15 το πρωί όταν άρχισεν η μάχη. Μας χτύπησαν κατ’ αρχάς  τα πλοία τα οποία κατά την διάρκειαν της νυχτός παρατάχθησαν εις τα πλάγια μας. Σε λίγο η μάχη γενικεύτηκε και ο εχθρός άρχισε να μας χτυπά με όλα τα μέσα που διέθετεν.
Μας χτυπούσεν με πυροβολικό από μπροστά ρίχνοντας μας τα βλήματα κατά δεκάδες και μάλιστα χωρίς να αστοχεί ούτε ένα βλήμα του διότι είμαστε στοχευμένοι από μέρες. Μας χτυπούσανε και από πίσω, δηλαδή από τα βουνά, ήτοι τον Βουφαβέντο το οποίον κατείχον. Η μάχη εκείνη η οποία θα μας μείνει αξέχαστη ήτο πραγματική κόλασις πυρός διότι κατά διαστήματα το τουρκικόν πεζικόν εσηκωνόταν και μας έκανεν επίθεση. Και πράγματι την στιγμήν εκείνη ήτο πραγματικό μακελειό. Πλέον ήτο ζήτημα τύχης. Όποιου ήταν τυχερό του διότι τα βλήματα του πυροβολικού και των πλοίων δεν ξεχώριζαν κανέναν. Η μάχη κράτησε μέχρι τις 11.45 οπόταν διαταχθήκαμεν οπισθοχώρησιν. Η οπισθοχώρησις όμως ήτο πολύ δύσκολη διότι οι Τούρκοι είχαν ήδη έρθει από πίσω μας αφού κατέβηκαν από το βουνό.
Εν τέλει όμως τα καταφέραμεν και απομακρυνθήκαμε από το μέτωπο και τώρα άρχιζεν για μας η μεγάλη πεζοπορία.
Προχωρούσαμε συνέχεια προς τα πλάγια του βουνού και δεν τολμούσαμεν να βγούμεν απευθείας στο βουνό διότι ήδη οι Τούρκοι είχαν προχωρήσει πολύ.
Εις τον δρόμο ήμασταν κάπου 50 στρατιώτες. Πολλοί όμως δεν άντεχαν άλλο από την πείνα, την δίψαν και την κούρασιν γι’ αυτό και εν τέλει βγήκαμε από την πίσω μεριά της κορυφής του Πενταδακτύλου μόνον καμμιά εικοσαριά, η ώρα 7μμ.
Ενώ οι 18 θελήσανε να πάνε στην Κυθραία για να πιούνε νερό και να ξεκουραστούν, ανίδεοι για το ότι οι Τούρκοι πήρανε την Κυθραίαν.
Εγώ όμως και ένας φίλος μου αποφασίσαμεν να πάμεν εις το Έξω – Μετόχι. Ακριβώς πάνω από τον Κεφαλόβρυσο βρήκαμεν νερό και ανακουφιστήκαμεν για λίγο. Αφού προχωρήσαμεν αρκετά, πάνω εις έναν ύψωμα είδαμεν να στέκουν κάπου 20 στρατιώτες. Εμείς νομίζαμεν πως ήτο Τούρκοι καθώς και αυτοί για μας, γι’ αυτό και κατόπιν πολλών φωνών αποφασίσαμεν να έρθει ένας από αυτούς ως την μέση και να πάω κι’ εγώ.
Και πράγματι εξακριβώσαμεν πως ήτο δικοί μας και ενωθήκαμεν και εμείς  μαζί τους. Όταν μας ρώτησαν πού θα πηγαίναμεν και τους είπαμεν εις το Έξω Μετόχι αυτοί γέλασαν μαζί μας και μας είπαν ότι ο τόπος εγέμισεν από Τούρκους εκεί κάτω και ότι οι Τούρκοι προχώρησαν μέχρι και το Βαρώσι και πράγματι είδαμεν κάτω που συνέχεια τα αυτοκίνητα πηγαινοερχόντουσαν γεμάτα με Τούρκους στρατιώτες. Εγώ  τότε με απάθεια τους ρώτησα: «Ρε κοπέλια μα θέλετε να μου πείτε είμαστε εγκλωβισμένοι;» και τότε ένας  χαμογελώντας μου είπε: «εσύ τι λές;». Αυτό το εγκλωβισμένοι εμένα μου χτύπησε πολύ στ’ αυτιά και δεν μου άρεσεν καθόλου.
Καθίσαμε τότε όλοι εις ένα κύκλον για να αποφασίσουμεν τι θα κάμναμεν. Εκεί όμως υπήρχεν πλήρης ασυμφωνία διότι ο κάθε ένας είχε το δικαίωμα να πει την γνώμην του, διότι απ’,αυτό που θα αποφασίζαμεν εκρέμμετο και η ζωή του καθενός. Γι’ αυτό και ο ένας έλεγεν να παραδοθούμεν, ο άλλος να βγούμεν απάνω εις τα βουνά, κι’ εγώ με τον φίλον μου να κάνουμεν την απόπειραν να κατεβούμεν κάτω και να τα παίξουμεν μέχρι το τελευταίο χαρτί.
Η ασυμφωνία όμως συνεχιζόταν γι’ αυτό και αποφασίσαμεν να χωρίσουμεν και απ’αυτούς. Είπαμεν ο ένας εις τον άλλον καλήν τύχη και χωρίσαμεν διότι και αυτοί απεφάσισαν να βγούνε απάνω εις τα  βουνά.
Οι δύο μας σταθήκαμε απάνω από τον κεφαλόβρυσο για λίγο, βγάλαμε ένα δικό μας χάρτη για να περάσουμε από την μέση δύο χωριών του Έξω Μετοχίου και ενός Τουρκικού της Επηχούς.
Όταν σκοτείνιασε τελείως βρέξαμεν τα χείλη μας με λίγο νερό που κρατούσαμεν σε μια μπουκάλα και ετοιμαστήκαμεν δια την μεγάλη επιχείρησιν της οποίας μόνον ο τίτλος «αυτοκτονία» πάει. Αλλά εμείς δεν ηθέλαμεν κατ’ ουδέναν λόγο να πιαστούμεν αιχμάλωτοι διότι εφοβόμαστε πρώτον την εκτέλεσιν απάνω εις τα βουνά και δεύτερον εμείς  είπαμεν, ή ζωντανοί και ελεύθεροι, ή σκοτωμένοι.
Πριν ξεκινήσουμεν, κοντοσταθήκαμεν για λίγο, βάλαμε τον σταυρό μας με πάθος και κοίταξα για λίγο προς τον ουρανό και είπα μέσα μου: Θεέ μου, βοήθα μας, διότι όπως βρεθήκαμε μόνον εσύ μπορείς να μας σώσεις.
Πετάξαμε τα κράνη και έβγαλα το ρολόι μου και σκέπασα και την στρατιωτική μου ζωστήρα με το υποκάμισο για να μην γυαλίζει, ενώ σαν προσπαθούσα να ζητήσω βοήθεια από κάποιαν ανωτέραν δύναμιν (χωρίς όμως να φοβηθώ διότι εξεγράφτηκα από την πρώτην ημέρα του πολέμου).
Αρχίσαμε λοιπόν να προχωρούμε και να κατεβαίνουμε προς τα κάτω, διαβαίνοντας λόφους και ποταμούς. Όταν προχωρήσαμεν αρκετά εφθάσαμεν δίπλα από έναν ασφαλτοστρωμένον δρόμον.
Τότε ξαφνικά είδαμεν να βγαίνουν από την Κυθραίαν πολλά μηχανοκίνητα περιλαμβανομένων και τανκς τα οποία εκατευθύνοντο προς τα κάτω. Ενώ εμείς δεν απέχαμεν από τον δρόμο παρά καμμιά πενηνταριά μέτρα. Πέσαμε και οι δύο κάτω με πολλές προφυλάξεις. Όταν φθάσανε τα μηχανοκίνητα όλα εις την ευθεία μας χωρίς να το περιμένουμεν ένας πανίσχυρος προβολέας με πρασινωπόν φως γύρισε προς τα πάνω μας κάνοντας τον Πενταδάκτυλον ολόκληρον ημέραν, φοβηθήκαμε πως θα μας έβλεπαν αλλά ευτυχώς δεν μας είδαν. Χωρίς όμως να φοβηθώ γιατί εξεγράφτηκα από την πρώτην ημέρα του πολέμου και έτσι δεν με ένοιαζε.
Όταν απομακρύνθηκαν τα μηχανοκίνητα με πολλές προφυλάξεις περάσαμε τον δρόμο. Εις την μέση ακριβώς των δύο χωριών βρήκαμεν ένα μποστάνι. Εκεί αρχίσαμεν να ψαχουλεύουμεν τις πιπονιές ίσως και βρούμε κάτι απάνω διότι θα πεθαίναμεν της πείνας αλλά ήτο μάταιον. Εις το τέλος,  βρήκαμεν ένα πεπόνι το οποίο αποκλείεται να ξεπερνούσε το μέγεθος του αυγού και ήτο και πικρό το οποίο μοιράσαμεν.
Στο τέλος, μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνουμεν, κόψαμεν φύλλα από τις πιπονιές τα οποία προχωρώντας μασούσαμεν. Προχωρήσαμεν αρκετά και φθάσαμεν μέχρι τον δρόμον της Αμμοχώστου. Με πολλές προφυλάξεις τον επεράσαμεν και αυτόν διότι συνέχεια πηγαινοερχόντουσαν λαντ-ρόβερ.
Όταν προχωρήσαμε για λίγο μέσα από τον δρόμο τότε ακούαμεν ομιλίες τουρκικές πράγμα το οποίο μας έκανε να αντιληφθούμε ότι υπήρχαν δίπλα μας τούρκικα φυλάκια.
Καθώς προχωρούσαμε με το όπλο απάνω εις τον ώμο και όρθιοι συνεχώς για να μην κινήσουμε υποψίες, η πείνα όμως και η δίψα μας εμάστιζεν και είχαμεν και το πλεονέκτημα διότι όλες οι ποκαλάμες ήτο καμένες και έτσι δεν επροξενούσαμεν ούτε θόρυβον αλλά ούτε και εφαινόμαστιν μέσα εις τα καμένα. Κάτω από έναν ευκάλυπτον ακριβώς υπήρχαν τσιγάρα αναμμένα και μιλούσαν τούρκικα ενώ ακριβώς από την άλλην μεριάν ακούαμεν και πάλιν τούρκικα, πράγμα το οποίο μας έκανεν να καταλάβουμεν ότι ευρισκόμαστεν εις το μέσον τουρκικών φυλακίων. Αυτό όμως δεν μας έκανεν να χάσουμε το θάρρος μας και συνεχίζαμεν τον δρόμον μας μέσα στα σκοτεινά λες και δεν συνέβαινεν τίποτα. Τότε, ενώ προχωρούσαμεν, εγώ ψιθύρισα στον σύντροφον μου «ρε μην φοβάσαι διότι εγώ έχω τίμιον ξύλον» και αυτός μου με πικρία «ναι ρε, εσύ έχεις αλλά εγώ δεν έχω». Ήταν ολοφάνερο πως εμέναν που είχα τίμιον ξύλο με θεωρούσεν ως ανώτερον του και πράγματι εγώ ένοιωθα κάποιαν ανακούφισίν γι’ αυτό. Εγώ τότε για να του δώσω και πάλιν το θάρρος του, του είπα «ρε, μη φοβάσαι, διότι άμα έχω εγώ είναι σαν να έχεις και εσύ διότι, άμαν είναι να σκοτωθείς εσύ, θα σκοτωθώ κι’ εγώ». Διότι, πράγματι και οι δύο μας, ήτο σαν να είμαστε έναν σώμα και μια ψυχή, διότι σε περίπτωση που θα σκοτωνόταν ο ένας απ’ τους δύο ήταν ως να έκοβες του άλλου τα χέρια και τα πόδια. Ψιθυρίζοντας αυτό απομακρυνθήκαμεν από τα τούρκικα φυλάκια και προχωρήσαμεν  καλά προς τα μέσα αποφεύγοντας τα χωριά τα οποία όμως όπως μου είπεν ο σύντροφος μου εκεί ήτο το Παλαίκυθρον και η Μόρα τούρκικον χωρίον.
Προχωρήσαμεν αρκετά προς τα μέσα μέχρι τις 3 το πρωί. Και νομίζαμεν πως τα καταφέραμεν και γλυτώσαμεν γι’αυτό και πηγαίναμεν συνέχεια μέσα εις τον ποταμόν για να βρούμεν νερό αλλ’ ήτο μάταιον.
Απεφασίσαμεν τότε να ξαπλώσουμεν για λίγο να ξεκουραστούμεν διότι είχαμεν γίνει σωστά πτώματα. Ξαπλώσαμεν λοιπόν δίπλα από έναν χωματόδρομον απάνω σε κάτι πάλες. Μόλις εγύραμεν όμως το κεφάλι αποκοιμηθήκαμεν και οι δύο. Γύρω στις 5 το πρωί, δηλαδή μόλις ξημέρωσε αλλά είχεν αρκετό φως, το τίμιον ξύλον έκαμεν το θαύμα του  διότι μόνον σ’αυτό μπορώ να το αποδώσω καθώς κοιμόμαστε και ενώ κατ’ουδέναν λόγον δεν επρόκειτο να ξυπνήσουμεν ο σύντροφος μου καθώς πήγεν να γυρίσει έναν αγκάθι μπήκε βαθιά μέσα εις το μάτι του κάνοντας τον να νιώσει πόνον φοβερόν και να ξυπνήσει. Μόλις ξύπνησεν με χίλια δύο βάσανα με ξύπνησεν και μένα για να με ρωτήσει τι έχει μέσα το μάτι του. Εγώ το είδα και του είπα πως δεν είναι τίποτα, αλλά τότε αμέσως είδαμεν και οι δύο μας έναν λαντροβερ να κατευθύνεται προς τα πάνω μας. Κατ’ αρχάς νομίζαμεν πως ήτο δικοί μας, εν τούτοις όμως προχωρήσαμεν και διασταυρώσαμεν τον δρόμον και πήγαμεν σε μια γελοία απόσταση δηλαδή κάπου 50 μέτρα και πέσαμεν μέσα στο χωράφι το οποίον ήτο ολόισιο καθώς και η γύρω περιοχή, χωρίς να υπάρχει ούτε το παραμικρόν για να καλυφτούμεν ούτε μια πέτρα.
Ήρθεν το λαντρόβερ και σταμάτησεν δίπλα μας μέσα εις τον χωματόδρομον. Τότε ο οδηγός μας έκανεν νόημα με το χέρι να πάμεν εκεί. Εμείς όμως χωρίς να τους μιλήσουμεν τους εκάναμεν νόημα με το χέρι να έρθουν αυτοί οι οποίοι ήτο έξι και άρχισαν όλοι να μας κάνουν νόημα για να πάμεν. Αυτή η υπόθεσις κράτησεν κάπου δέκα λεπτά. Είχεν γίνει πλέον ολοφάνερον ότι εμείς είμαστε Έλληνες και εκείνοι Τούρκοι, διότι εμείς το καταλάβαμεν και από το λαντρόβερ το οποίο ήτο διαφορετικό από τα δικά μας.
Τότε, εγώ αγανάκτησα μέσα εις το χωράφι, διότι επεριμέναμεν πλέον από στιγμής εις στιγμήν να μας ρίξουν καμμιά ριπήν και να μας αφήσουν και τους δύο μέσα εις τα χωράφια, γι’ αυτό και αρχίσαμεν να παίρνουμεν τα όπλα μας τα οποία είχαμεν κάτω και τα οποία ήτο ένα μπρεν και ένα μαρτίνι. Εγώ πήρα το μπρεν και είπα του συντρόφου μου «Ρε θα τους παίξω και ό,τι βγει, να πάρουμε και το λαντρόβερ και να φύγουμεν». Αυτός όμως  κατ’ αρχάς μου αρνήθηκεν αλλά εγώ, απάνω εις την αγανάκτηση μου,  τα έπαιξα όλα για όλα. Και εκτός τούτου ο οδηγός του λαντρόβερ είχεν και έναν ρούχον άσπρον πάνω εις το μανίκι του, πράγμα που εγώ δεν ξαναείδα σε δικούς μας στρατιώτες.
Πήρα το μπρεν και όπως πιο πάνω το έστησα πάνω στα πόδια και ετοιμάστηκα να τους πυροβολήσω προτού μας πυροβολήσουν αυτοί κα πράγματι ήμουν σίγουρος ότι με μιάν ριπή θα τους έβαζα και τους έξι κάτω.
Τότε όμως αμέσως είδα τον συνοδηγό του λαντρόβερ  ο οποίος προφανώς θα ήτο αξιωματικός διότι εφαίνετο ηλικωμένος να μας κάνει νόημα με το χέρι να φύγουμεν και μαζί μ’ αυτόν να μας κάνουν όλοι νόημα για να φύγουμεν. Τότε εγώ αμέσως σήκωσα τα χέρια από το όπλο δείχνοντας τους ότι δεν έχω σκοπό να τους κάνω κακό και τους έκανα νόημα να φύγουν αυτοί πρώτοι διότι φοβήθηκα μήπως μόλις γυρίσουμεν πλάτη μας σκοτώσουν.
Έτσι και έγινε ξεκίνησεν το λαντρόβερ και έφυγεν. Αυτό όμως δεν ξέρω πού να το αποδώσω. Ίσως θέλανε να μας την χαρίσουνε, ίσως μας φοβήθηκαν, αλλά το πιο πιθανόν, υπολογίζω, ότι αυτός που ήτο συνοδηγός θα ήτο κανένας ανώτερος αξιωματικός και να μην ήθελεν να τα βάλει με δύο απελπισμένους και ξεγραμμένους, διότι οπωσδήποτε είμαστο επικίνδυνοι. Σηκωθήκαμεν και  πάλιν οι δύο μας και όπως τους κατάδικους με τα όπλα απάνω εις τον ώμο (αυτή ήταν η τέχνη μας) συνεχίζαμεν να προχωρούμεν κουβεντιάζοντας. Μια δε από τις κουβέντες του συντρόφου μου ήτο κα η εξής «Ρε κουμπαρε λες και γυρίζομεν κινηματογραφική ταινία».
Προχωρήσαμε το λοιπόν σέρνοντας τα πόδια μας και ψάχνοντας δια νερό διότι ακόμη λίγο και θα πεθαίναμεν της πείνας και της δίψας.
Περπατήσαμεν κάπου δια 45 λεπτά οπόταν είδαμεν να έρχονται προς το μέρος μας μια φάλλαγα με κάπου καμμιά δεκαριάν λεωφορεία γεμάτα στρατιώτες, 2-3 τανκς και κάπου 15 λαντρόβερς. Νομίζω έρχονταν από την περιοχή του Σοπάζ διότι δεν καλοξέρω τους τόπους. Εμείς εβρισκόμαστε προς την μέσα μεριά δηλαδή προς τον δρόμο της Αμμοχώστου από τον χωματόδρομο που έρχοταν η φάλαγγα. Τότε ο σύντροφος μου μου είπε: «Ρε είναι δικοί μας. Αποκλείεται που να ήρθαν οι Τούρκοι ως εδώ κάτω» όμως εγώ του απάντησα: «δεν πειράζει, τρέξε τουλάχιστο να περάσουμεν από την άλλη μεριά του χωματόδρομου διότι προηγουμένως τα ίδια είπαμε κα για το λαντρόβερ. Πάντως μεν φοάσαι τζαι άμαν εγλυτώσαμεν που τούτους απ’εδώ και μπρος δεν φοβόμαστε».
Με εισάκουσεν και τρέξαμεν διασταυρώνοντας τον χωματόδρομον και επήγαμεν όχι περισσότερο από 100 μέτρα και επέσαμεν και οι δύο πάλιν ο ένας δίπλα στον άλλον μέσα εις το καμένον και ολόισιο χωράφι όπως  και τα γειτονικά.
Ήρθαν τα πρώτα λεωφορεία και τανκς και σταμάτησαν στην ευθεία μας, καθώς και λίγα λαντρόβερς, ενώ τα υπόλοιπα αναγκάστηκαν να σταματήσουν απάνω εις τον ανήφορον και έτσι αυτοί δεν μας έβλεπαν διότι υπήρχεν μπροστά έναν μικρόν ύψωμαν.
Κατεβήκαμεν τότε και οι δύο κάτω και μας φώναξαν με την φράσιν «Ρε» εμείς όμως από το «ρε» δεν καταλάβαμεν αν ήτο Τούρκοι ή Έλληνες, ο σύντροφος μου όμως που επίστευε πως ήτο δικοί μας σηκώθηκεν απάνω και τους εφώναξε με την φράσιν «Έλα ρε» και τον εχαιρέτησεν. Τότε όμως ακούσαμεν που κάποιος, προφανώς θα ήτο αξιωματικός,  κάτι τους είπεν εις τα τουρκικά. Εμείς όμως τον ακούσαμεν διότι είμαστε πολύ κοντά και είπα του συντρόφου μου «ρε είναι Τούρκοι» αλλά ό,τι και να κάναμεν ήτο μάταιο.
Οι δύο Τούρκοι που κατεβήκανε κάτω είχανε ήδη αρχίσει να μας κάνουν νόημα με το χέρι να πάμεν εκεί ενώ με το άλλο χέρι βαστούσανε τα όπλα και μας σημάδευαν. Κατ’ αρχάς, μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνουμεν, δοκιμάσαμεν κομπιάζοντας να σηκώσουμεν τα χέρια και τα οποία σηκώσαμε ως την μέσην.
Εγώ όμως φοβήθηκα από εκτέλεσιν, γι’ αυτό και είπα στον σύντροφο μου: «Ρε εγώ θα γυρίσω πίσω να φύγω. Δεν εκατέβηκα από το βουνό ως εδώ κάτω για να παραδοθώ. Θα τα παίξω όλα για όλα». Συμφώνησε κι’ αυτός μαζί μου. Γυρίσαμεν και οι δύο απότομα προς τα πίσω, ανοίξαμεν και αρχίσαμεν να τρέχουμεν. Οι δύο κατέβηκαν κάτω άρχισαν να μας πυροβολούν ενώ τα χωράφια ήτο ολόισια και δεν υπήρχεν το παραμικρόν για να καλυφτούμεν. Η πρώτη ριπή κάθισεν πίσω μου όχι περισσότερον από έναν πόδι και εσήκωσεν το χώμα το οποίο κάθισε απάνω στα πόδια μου. Αυτή ήτο η στιγμή που είπα στον εαυτό μου «φτάνει εως εδώ ήτο η ζωή μου» και κατά τύχην γύρισα πάνω και είδα τον ήλιον ο οποίος έβλεπεν τι συνέβαινεν με απάθεια.
Μετά την πρώτη ριπήν που κάθισεν πίσω μου ήτο επόμενον ότι η δεύτερη θα έγραφε το όνομα μου γι’ αυτό και αναγκάστηκα να πέσω κάτω και να κάνω βαρελάκια μέσα στο ίσιο χωράφι το οποίον ήθελε το κορμί μου για να το σκεπάζει. Και πάλιν άρχισαν να μας πυροβολούν με μεγαλύτερες ριπές, οι σφαίρες πέφτανε με το τσουβάλι, άλλες καθόντουσαν μπροστά μας και άλλες πίσω μας μπαίνοντας βαθιά στο χώμα και σηκώνοντας σκόνη. Ο θάνατος μας ήτο βέβαιος, πλην όμως χωρίς να φοβηθούμεν, διότι εγίναμεν όπως τα ρομπότ συνεχίζαμε να πηγαίνουμε βαρελάκια. Οι δε Τούρκοι από τα λεωφορεία οι οποίοι μας είχαν σίγουρους δια να πέσωμεν απολάμβαναν το θέαμα σφυρίζοντας και φωνάζοντας. Εγώ τότε έφτασα στο αποκορύφωμα της αγανακτήσεως μου και ενώ πήγαινα βαρελάκια έτριξα τα δόντια μου και με έπιασε η επιθυμία να βαστούσα ένα όπλο πολύ δυνατό και να γύριζα πίσω και να τους καθάριζα εως τον ένα για να τους δείξω εγώ σε ποιους σφυρίζουν και γιουχαΐζουν.  Αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα ήτο άλλη, διότι οι σφαίρες των δύο εκτελεστών συνέχιζαν να μας αγγίζουν τα αυτιά και να πετούν στο χώμα πάνω στα ξεγραμμένα βασανισμένα μας κορμιά.
Ενώ προχωρούσαμε βρήκαμεν μπροστά μας ένα περιφραγμένο μέρος που υπήρχαν μέσα παλιοσίδερα και παλιά αυτοκίνητα γι’ αυτό και ο ένας επήγαινεν από την μια μεριά και ό άλλος από την άλλην. Ξάφνου ενώ τρέχαμεν είδα τον σύντροφο μου να πέφτει ανάσκελα κάτω και σκέφτηκα ότι σκοτώθηκε και τώρα είναι και μέναν η σειρά μου. Αλλά ενώ εγώ ακόμη συνέχιζα να προχωρώ πότε με βαρελάκια και πότε τρέχοντας τον είδα να ξανασηκώνεται και να τρέχει και πάλιν. Οι Τούρκοι όταν είδαν ότι απομακρυνθήκαμε αρκετά και είμαστε ακόμη ζωντανοί τότε έπαψαν πλέον να σφυρίζουν και να γιουχαΐζουν διότι ήτο μεγάλη προσβολή να φύγουμεν κάτω από τις κάννες των όπλων τους, γι’ αυτό και όσοι μπορούσαν έβγαλαν τα όπλα τους από τα παράθυρα των λεωφορείων και άρχισαν να μας βάζουν με μίσος το οποίον εφανέρωναν οι σφαίρες τους οι οποίες δεν αστοχούσαν και πολύ. Τότε εμείς αρχίσαμεν να παίρνουμεν περισσότερες στροφές εις τα βαρελάκια μας παρ’ ολον που την στιγμήν εκείνη έχασα κάθε ελπίδα και η μόνη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου ήτο το που θα έτρωγα την σφαίρα, πάνω εις το κεφάλι και να μου πετάξει τα μυαλά στον αέρα ή πάνω εις την πλάτη και να με κάψει και θυμήθηκα τους νεκρούς που είδα κατά τις μάχες και φαντάστηκα και τον εαυτόν μου εις την ίδιαν θέσιν.
Πλην όμως την προσπάθεια διάσωσης δεν την εγκαταλείπαμεν. Εν τέλει απομακρυνθήκαμεν ακρετά και βρήκαμεν επιτέλους έναν μικρόν εξόγκωμαν του χωραφιού στο οποίον κυλίσαμε και οι δύο μας και δεν μας έπιαναν οι σφαίρες και ήλθεν ο ένας επιτέλους κοντά στον άλλον. Ξαπλώσαμε και οι δύο πίσω από αυτόν χωρίς να μπορούμεν να κάνουμε ούτε βήμαν πλέον μπροστά διότι γίναμεν και οι δύο πτώματα. Ξαπλώσαμεν και οι δυο μας εκεί περιμένοντας την τύχη μας διότι φοβόμαστεν μήπως στείλουν κανένα λαντρόβερ προς τα απάνω μας διότι άπαξ και έστελναν λαντρόβερ τότε όλες οι προηγούμενες προσπάθειες μας θα πήγαιναν χαμένες και θα μας σκότωναν, διότι το μπρεν το είχαμεν αφήσει και βαστούσαμεν μόνον έναν μαρτίνι με καμία εικοσαριά σφαίρες. Πλην όμως και λαντρόβερ να έστελναν το ξεγραμμένο τομάρι μας θα το πλήρωναν έστω και με το μαρτίνι.
Ενώ καθόμαστε εκεί άνοιξα το υποκάμισο μου και είδα το τίμιο ξύλο μου, το έσκυψα και φίλησα και είπα του συντρόφου μου «έτο ρε τι μας εγλύτωσε διότι κοντά στη λογική δεν στέκει να φύγουμε ζωντανοί από κάτω από τις κάννες των Τουρκικών όπλων». Και αυτός μου έσκυψεν το κεφάλι νεύοντας μου καταφατικά. Ευτυχώς όμως αυτό που φοβόμαστε δεν συνέβη και δεν μας είχαν στείλει λαντροβερ για να μας εκτελέσει. Τον  ρώτησα επίσης γιατί έπεσεν ενώ έτρεχεν και μου είπεν ότι έπεσεν για να κάνει τον νεκρό αλλά οι Τούρκοι συνέχιζαν να του βάλλουν και έτσι αναγκάστηκεν να ξανασηκωστεί. Εκεί καθίσαμε κάπου δέκα λεπτά και πάλιν σηκωθήκαμεν βάλαμε το μαρτίνι εις τον ώμο και αρχίσαμεν να προχωρούμεν με απάθεια λες και είμαστε ρομπότ παρόλο που η Τουρκική φάλαγγα μας έβλεπεν ακόμη. Οι Τούρκοι μόλις μας είδαν να πηγαίνουμεν και με τον χαβά μας άρχισαν να μας βάλλουν και πάλιν αλλά είμαστε πλέον μακριά και δεν τους εφοβόμαστε. Παρ’όλα αυτά όμως πέσαμεν κάτω για λίγα λεπτά ώσπου ξανασηκωθήκαμεν και συνεχίζαμεν τον δρόμον μας. Πλην όμως, αυτήν την φορά,  δεν ετόλμησα να πω του συντρόφου μου ότι εγλυτώσαμε διότι μέχρι στιγμής αυτήν την κουβέντα του την είπα τέσσερις φορές και συνέχεια. Πηγαίναμεν από το κακό στο χειρότερο. Προχωρήσαμεν αρκετήν απόσταση ωστόσο πήγαμεν και μπήκαμεν μέσα σε μιαν απομονωμένην εγκαταλειμμένη μάνδραν. Απ’ εκεί είδαμε ότι τελείως κοντά μας σε απόσταση κάπου 200 μέτρα ότι υπήρχεν μια μεγάλη σειρά από τανκς και πυροβόλα τα οποία εκαταλάβαμεν ότι ήτο τουρκικά. Εμείς την στιγμήν εκείνην αδιαφορήσαμεν διότι το πρόβλημα μας πλέον ήτο η πείνα και η δίψα. Εκεί ο σύντροφος μου μου είπε: « Ρε, να πάω να κοιτάξω αν έβρω τίποτα να φάμεν» τότε εγώ του είπα: «Ρε πελλέ, τι θα έβρεις δαμέσα να φάμεν. Εν θωρείς ότι εν εσιει τίποτα;» και εκείνος μου είπεν «όταν πιάσω καμμιά σαύρα δεν τρώεις;» και εγώ του είπα με ικανοποίηση «Ε καλό εν τρώω;» Κοίταξεν αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς δεν βρήκε. Μόνον ακριβώς εις την είσοδο της μάνδρας είδαμεν μιαν σαύρα. Εκείνη μόλις μας είδεν λες και κατάλαβε τις εχθρικές διαθέσεις μας άρχισεν να τρέχει. Την τρέξαμε για λίγο από πίσω αλλά και αυτή έτρεχεν προς τα τούρκικα τάνκς και έτσι αναγκαστήκαμεν να εγκαταλείψουμεν τις προσπάθειες μας. Ακριβώς δίπλα από την μάνδρα κατά καλή μας τύχη βρήκαμεν ένα πηγάδι. Πλην όμως και αυτό δεν είχεν κουβά. Ήτο όμως γεμάτη η βούρνα του της οποίας το νερό ήτο τόσο βρώμικο και υπήρχαν μέσα εις αυτό σαύρες ψοφισμένες. Με το χέρι τις σπρώξαμε προς την μια μεριά της βούρνας και αρχίσαμεν να πίνουμε το νερό με πάθος, σηκωνόμαστε για λίγο και πάλι ξανασκύβαμε. Πρέπει  να ομολογήσω ότι ήτο το πιο βρωμερό νερό που είδα ποτέ μου αλλά και το πιο γλυκύ που ήπια ποτέ στη ζωή και ούτε θα ξαναπιώ έτσι νερό γλυκύ.
Αφού ήπιαμεν νερό καθίσαμεν μέσα εις την μάνδρα περίπου μισή ώρα και σκεφτόμαστε τι θα κάναμεν για να περάσουμε τα τάνκς. Κατ’ αρχάς σκεφτήκαμεν να μείνουμε και να φύγουμεν νύχταν αλλά έπειτα αλλάξαμεν γνώμη διότι εφοβόμαστε μήπως μας βρουν εκεί μέσα οι Τούρκοι και, δεύτερον, εξαντληθήκαμεν εντελώς και αρχίσαμεν ήδη να ζαλιζόμαστε από την πείνα. Γι’ αυτόν αποφασίσαμε να φύγουμεν εκείνην ακριβώς στην στιγμή. Είδαμεν τα τανκς και επροσέξαμεν  ότι εις έναν μέρος ήτο κάπως αραιά, παρόλον που υπήρχεν εκεί έδαφος εις το μέσον, όπου μπορούσε να υπήρχε εκεί τανκ και να μην φαινόταν. Αλλά δεν είχαμε άλλην εκλογήν γι’ αυτό και αποφασίσαμεν να περάσουμεν απ’ εκεί. Σηκωθήκαμε λοιπόν, βάλαμε το μαρτίνι μας εις τον ώμον,διότι τα χωράφια ολόισια και δεν υπήρχε ούτε το παραμικρόν για να μπορέσει να μας κρύψει κατά τη διάβαση μας. Βγήκαμεν από την μάνδρα και προχωρήσαμε προς τα αριστερά της μάνδρα για να περάσουμεν απ΄ εκεί που θέλαμεν. Έτσι και έγινεν. Όταν φθάσαμε στην γραμμήν την οποία θέλαμεν για να ακολουθήσουμεν να περάσουμε τα τάνκς αρχίσαμε να προχωρούμεν κατ’ευθείαν να περάσουμε από την μέση τους. Προχωρούσαμεν συνέχεια χωρίς να βλέπομεν την παραμικράν κίνηση από τα τανκς. Όταν φθάσαμεν εις την μέσην ακριβώς των τανκς ένας Τούρκος ήτο δίπλα από ένα τανκ και κρατούσε κάτι σαν κουβέρτα την οποία τίναξε. Μόλις μας είδεν άφησε την κουβέρτα να πέσει στα πόδια του, έβαλε τα χέρια στην μέση και έμεινε και μας έβλεπε. Εμείς όμως χαβά μας ούτε πως συνέβαινε τίποτα, προχωρούσαμε όρθιοι και μάλιστα με το όπλο στον ώμο αλλά συνέχεια τον βλέπαμε με όσην γωνιάν μπορούσεν να κάνει το μάτι μας. Και συνεχίζοντας έτσι περάσαμεν τα τανκς χωρίς να μας πει  το παραμικρόν και δείχνοντας αδιαφορία.
Αφού προχωρήσαμεν αρκετά είδαμε δυο βοσκούς. Μόλις μας είδανε ο ένας έφυγε. Εγώ τότε είπα του συντρόφου μου να τους αποφύγουμεν αλλά αυτός δεν με άκουσεν και μου είπεν ότι θα πάει κοντά του διότι θα πεθάνει της πείνας και ότι θέλει ας γίνει. Τότε του είπα να πάει και έμεινα εγώ με το μαρτίνι πίσω έχοντας τον βοσκό που ήτο πάνω εις το γαϊδούρι μες εις το σημάδι. Πράγματι εξακριβώσαμε όμως πως ήτο δικός μας και μας έδωσε ένα καρπούζι και το φάγαμε διότι τίποτα άλλο δεν πήγαινε κάτω, μας άναψε και ένα τσιγάρο και των ρωτήσαμεν αν οι Τούρκοι επιάσαν και το Γέρι. Αλλ’ αυτός μας είπεν πως δεν ήξερε και ότι είναι από την Αγλαντζιά που ήρθε. Εγώ τότε θύμωσα για την απάντηση του διότι έβοσκε τα γίδια του σε εκείνη την περιοχή χωρίς να ξέρει που είναι οι Τούρκοι. Τον αφήσαμε και φύγαμεν με κατεύθυνση το Γέρι. Περάσαμε τον δρόμο της Σκάλας και μπήκαμεν στο χωριό περνώντας και από τις θέσεις τους δικούς μας που ούτε και αυτοί μας πήρανε είδηση αλλά αυτοί εδικαιολογούντο κάπως. Μπήκαμεν στο χωριό σωστά ράκη όπου είδαμεν ορισμένους κατοίκους του χωριού και βεβαιωθήκαμεν ότι είμαστε σε ελληνική περιοχή.
Τότε επήρα και εγώ το θάρρος και είπα του συντρόφου μου «μην φοβάσαι ρε και εγλυτώσαμεν». Λέγοντας του τα λόγια αυτά σμίξαμεν και οι δυο και φιληθήκαμε δακρυσμένοι από την συγκίνησιν και προχωρήσαμε δια να πάμεν σπίτι μου καθ’ οδόν εγώ τσιμπούσα το χέρι μου και χτυπούσα το κεφάλι μου μήπως και ήτο όνειρο και ήτο τόσον φρικιαστικόν. Αλλά όχι δεν ήτο όνειρο ήτο η πραγματικότητα.
Πήγαμεν στο σπίτι μου ως την πόρτα για να μπούμεν μέσα, κλώτσησα την πόρτα και είδα την μάναν μου με σκυφτό κεφάλι να κλαίει το γιό της.
Έχω όμως το καθήκον να γράφω ότι εγώ και ο σύντροφος μου εντελώς παράλογα ζήσαμεν διότι κατά τη λογική δεν έστεκεν να βγούμεν ζωντανοί γι’ αυτό και μονον εις το τίμιον ξύλο που είχα απάνω μου μπορώ να το αποδώσω και εις τον Θεόν.
Μέχρι στιγμής παραπονιούμουν πως ήμουν άτυχος διότι ποτέ μου δεν κέρδισα το παραμικρό αλλά, να τώρα που η τύχη μου έδωσε το μεγαλύτερο λαχείο, την ζωή μου.


Πηγή: http://ift.tt/2vKut9r

July 22, 2017 at 10:00AM

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου



ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ » ΚΥΠΡΟΣ : Α ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ : ΠΛΕΪΟΦ : ΟΜΙΛΟΣ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑΤΟΣ

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ » ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ » 2η Κατηγορία

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ/ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ » ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ » Κύπρος